Ανδρική Υπογονιμότητα
Η υπογονιμότητα είναι ένα σοβαρό ιατρικό και κοινωνικό πρόβλημα, η συχνότητα του οποίου εχει αυξηθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Ενδεικτικά την δεκαετία του 1960 υπολογίζονταν στο 7-8%, ενώ στις μέρες μας φτάνει το 30-35%. Ένα ζευγάρι συνιστάται να αρχίσει έλεγχο για υπογονιμότητα μετά την παρέλευση ενός έτους με τακτικές σεξουαλικές επαφές χωρίς προφυλάξεις, εκτός αν συνυπάρχει κάποιος επιβαρυντικός παράγοντας, όπως ιστορικό κρυψοχρίας ή προχωρημένη ηλικία στην γυναίκα.
Η διερεύνηση της ανδρικής υπογονιμότητας έχει σημασία για τους παρακάτω λόγους:
- Πρόκειται περισσότερο για σύμπτωμα παρά για νόσο. Στο 1% υπάρχει σοβαρό υπόστρωμα, όπως καρκίνος όρχεων.
- Η απευθείας διενέργεια τεχνητών αναπαραγωγικών μεθόδων (π.χ. εξωσωματική γονιμοποίηση) επιβαρύνει θεραπευτικά την γυναίκα, χωρίς να παρουσιάζει η ίδια κάποιο πρόβλημα.
- Το κόστος των τεχνητών αναπαραγωγικών μεθόδων υπερβαίνει κατά πολύ το κόστος διερεύνησης της υπογονιμότητας στον άνδρα.
Η αιτιολογία της ανδρικής υπογονιμότητας χωρίζεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, σε λειτουργικά και αποφρακτικά αίτια.
Τα λειτουργικά αίτια αφορούν:
- Την πρωτοπαθή ανεπάκεια των όρχεων:
- Γενετικές ανωμαλίες.
- Τις χρωσοσωμικές ανωμαλίες με πιο γνωστά σύνδρομα τα Klinefelter (47XXY), του Υπεράρρενος (ΧΥΥ) και του Noonan (XO).
- Ανωμαλίες εξέλιξης και ανάπτυξης του ανδρός, όπως συγγενής ανορχία, κρυψορχία και το σύνδρομο αναστροφής του φύλου.
- Διαταραχές ανδρογόνων είτε στην συνθεσή τους στους όρχεις είτε στην χρησιμοποιησή τους.
- Την επίκτητη “πρωτοπαθή” ανεπάρκεια των όρχεων που αφορούν καταστάσεις που βίωσε στο παρελθόν, όπως παρωτιδική ορχίτιδα, συστροφή όρχεως και η κιρσοκήλη, που στο 30% συνδέεται με υπογονιμότητα.
- Την δευτεροπαθή ανεπάρκεια των όρχεων:
- Υποθαλαμικές αιτίες όπως εγκεφαλικές βλάβες και σύνδρομο Kalman (καθυστερημένη ήβη, ευνουχοειδή εμφάνιση, γυναικομαστία και ανοσμία).
- Σύνδρομο γόνιμου ευνούχου που εμφανίζει ευνουχοειδή κατανομή χαρακτηριστικών, αλλά όρχεις με σπέρμα.
- Το σύνδρομο συγγενούς υπογοναδοτροφισμού.
- Τους εξωγενείς παράγοντες που επηρεάζουν την γονιμότητα:
- Λοιμώξεις ουροποιητικού.
- Υψηλή θερμοκρασία.
- Ακτινοβολία.
- Φάρμακα.
- Ανοσολογικές διαταράχες.
Τα αποφρακτικά αίτια είναι συνήθως πιο απλά και στην διάγνωση και στην θεραπεία και αφορούν:
- Τις διαταραχές εκσπερμάτισης είτε σαν παλίνδρομη είτε την έλλειψη ή απουσία αυτής.
- Την απόφραξη της αποχετευτικής οδού του σπέρματος. Εδώ μπορεί να αφορά και την εθελουσία απολίνωση του σπερματικού πόρου.
Οι προγνωστικοί παράγοντες για την εξέλιξη της ανδρικής υπογονιμότητας είναι:
- Διάρκεια υπογονιμότητας.
- Πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής υπογονιμότητα.
- Αποτελέσματα σπερμοδιαγράμματος.
- Ηλικία και γονιμότητα της συζύγου.
Σημαντικό εργαλείο στην διαφοροδιάγνωση αποτελεί το σπερμοδιάγραμμα με το οποίο ελέγχονται:
- Τα ποσοτικά χαρακτηριστικά του σπέρματος.
Όπως συνολικός αριθμός σπερματοζωαρίων και ο όγκος σπέρματος. - Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του σπέρματος.
Όπως η μορφολογία σπερματοζωαρίων και η κινητικότητα των σπερματοζωαρίων. - Άλλες παράμετροι.
Όπως οι συγκολλήσεις σπερματοζωαρίων και η παρουσία λευκών αιμοσφαιρίων.
Για να είναι αξιολογήσιμα τα αποτελέσματα της εξέτασης, θα πρέπει ο άντρας:
- να μην εκσπερματίσει για τουλάχιστον 2 μέρες, αλλά η αποχή να μην είναι μεγαλύτερη από 7 μέρες.
- να μην έχει ιστορικό υψηλού πυρετού (>39οC) τους τελευταίους τρεις τουλάχιστον μήνες.
- να μην έχει κάνει χρήση φαρμακευτικών ή άλλων ουσιών που μπορεί να βλάψουν το σπέρμα του περιστασιακά.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο άντρας οφείλει να ενημερώσει τον ιατρό του, προκειμένου να λάβει τις απαραίτητες οδηγίες. Το δείγμα του σπέρματος, που συλλέγεται διά του αυνανισμού σε δωμάτιο δίπλα στο εργαστήριο, έχει φτωχότερα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά από το δείγμα του σπέρματος το οποίο συλλέγει ο άνδρας σε προφυλακτικό, χωρίς σπερματοκτόνες ουσίες στο σπίτι του ύστερα από σεξουαλική επαφή. Σε κάθε περίπτωση, το δείγμα του σπέρματος πρέπει να εκτεθεί το λιγότερο δυνατό στις ατμοσφαιρικές συνθήκες.
Σε κάθε περίπτωση η μεταφορά του δείγματος στο εργαστήριο πρέπει να γίνει σε ειδικό αποστειρωμένο δοχείο και μέσα σε είκοσι με τριάντα λεπτά. Κατά τη μεταφορά του, το δείγμα πρέπει να διατηρείται ζεστό (20-37οC).